μετεπαγγέλλω

μετεπαγγέλλω
μετεπαγγέλλω (Μ)
παραγγέλλω ξανά, προτρέπω κάποιον με αυστηρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + ἐπ-αγγέλλω «κηρύττω, προτρέπω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”